- καταμέτρηση
- η (AM καταμέτρησις) [καταμετρώ]η ακριβής μέτρηση (α. «καταμέτρηση οικοπέδων» β. «άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμέτρηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταμετρώ, ακριβής μέτρηση: Ασχολείται μετην καταμέτρηση των δελτίων του Προπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμετρήσῃ — καταμετρήσηι , καταμέτρησις measuring out fem dat sg (epic) καταμετρέω measure out aor subj mid 2nd sg καταμετρέω measure out aor subj act 3rd sg καταμετρέω measure out fut ind mid 2nd sg καταμετρέω measure out aor subj mid 2nd sg καταμετρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
κορδέλα — Λέξη που έχει ποικίλες έννοιες και χρήσεις. Έτσι, μπορεί να σημαίνει ταινία από ύφασμα, δέρμα ή άλλη ύλη· μετρική στενή ταινία από κηρωτό ύφασμα για την καταμέτρηση εκτάσεων, οικοπέδων κ.ά.· πριόνι που χρησιμοποιείται στα μηχανικά πριονιστήρια.… … Dictionary of Greek
Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη … Dictionary of Greek
Panhellenic Socialist Movement leadership election, 2007 — A leadership election was held on November 11, 2007 [http://www.pasok.gr/portal/gr//51605/7/7/1/showdoc.html PASOK party site] , Δηλώσεις Γιάννη Ραγκούση προς τους πολιτικούς συντάκτες μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,… … Wikipedia
Τσερένκοφ — ο. Ν φρ. α) «ακτινοβολία Τσερένκοφ» φυσ. οπτικό φαινόμενο που συνίσταται στην εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας ως αποτέλεσμα τής διέλευσης ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων από ένα διαφανές μέσο με ταχύτητες μεγαλύτερες από την ταχύτητα με την οποία … Dictionary of Greek
αγρομέτρης — ο αυτός που κάνει καταμέτρηση τών αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + μέτρης < μετρώ] … Dictionary of Greek
ανακαταμετρώ — ( άω και έω) κάνω νέα καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταμετρώ] … Dictionary of Greek